χρηστοτροπία

χρηστοτροπία
ἡ, Μ [χρηστότροπος]
χρηστότητα συμπεριφοράς, καλός χαρακτήρας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χρηστότροπος — ον, Μ 1. (για πρόσ.) αυτός που διακρίνεται για τους καλούς του τρόπους, την καλή του συμπεριφορά 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χρηστότροπον χρηστοτροπία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρηστός + τρόπος (πρβλ. ἰδιό τροπος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”